- σκουός
- το, Νάκλ. ονομασία δύο παρεμφερών αθλημάτων που παίζονται μεταξύ δύο ή τεσσάρων παικτών μέσα σε περιτοιχισμένο γήπεδο, με ρακέτες και μικρή μαλακή ελαστική μπάλα, και στη διάρκεια τών οποίων κάθε παίκτης προσπαθεί να στείλει την μπάλα με δύναμη και ταχύτητα στον απέναντι τοίχο, ώστε ο αντίπαλος να μην προλάβει να τήν χτυπήσει εκείνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. squash].
Dictionary of Greek. 2013.